ΕΡΠΗΣ ΓΕΝΝΗΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ (HSV)

Ο έρπης των γεννητικών οργάνων είναι ένα συχνό αφροδίσιο νόσημα, το οποίο προκαλείται κυρίως από τον ιό του απλού έρπητα τύπου 2 (HSV-2 – herpes simplex virus) αλλά μπορεί να προκληθεί και από τον HSV-1.

  • Χαρακτηριστικά

    Ο έρπης των γεννητικών οργάνων είναι ένα επαναλαμβανόμενο φυσαλιδώδες εξάνθημα του δέρματος και των βλεννογόνων στη περιοχή μεταξύ ομφαλού και γλουτών, πριν από το οποίο συνήθως εμφανίζονται πρόδρομα συμπτώματα όπως φαγούρα, κάψιμο και τσούξιμο.

    Η πρωτογενής λοίμωξη μπορεί να περιλαμβάνει συναφή γενικευμένα συμπτώματα τύπου γρίπης, όπως πυρετό, κεφαλαλγία, αίσθημα κακουχίας και μυαλγία, τα οποία εμφανίζονται 2-20 ημέρες μετά την έκθεση. Ενδέχεται επίσης να αναπτυχθεί λεμφαδενοπάθεια κατά τη δεύτερη και τρίτη εβδομάδα.

    Συνήθως οι υποτροπές δεν περιλαμβάνουν συστηματικά συμπτώματα και είναι λιγότερο σοβαρές από την αρχική εκδήλωση. Κατά την υποτροπή, οι βλάβες εμφανίζονται στην ίδια περιοχή αλλά είναι λιγότερες σε αριθμό και θεραπεύονται γρηγορότερα. Συνήθως οι βλάβες κατά την υποτροπή εκδηλώνονται ως ομαδοποιημένες βλατίδες σε ερυθηματώδη βάση, οι οποίες εξελίσσονται σε κυστίδια με λεπτά τοιχώματα, έλκη και, στη συνέχεια, σε μαλακές εφελκίδες. Σε 3-4 ημέρες σχηματίζονται οι ξερές εφελκίδες, οι οποίες επιτρέπουν την επούλωση.

    Κατά την επούλωση ενδέχεται να εμφανιστεί υπολειμματική υπομελάγχρωση, υπερμελάγχρωση και ουλοποίηση.

  • Μετάδοση

    Υπάρχουν δύο τύποι του ιού του απλού έρπητα: Ο HSV-1 και ο HSV-2. Ο HSV-1 συχνά προκαλεί τον επιχείλιο έρπητα. Ο HSV-2 είναι πιο συχνά η αιτία του έρπητα των γεννητικών οργάνων. Μερικές φορές, ο HSV-1 προκαλεί επίσης έρπητα των γεννητικών οργάνων.

    Ο ιός μπορεί να μεταδοθεί, ακόμα και όταν δεν υπάρχουν ορατές  πληγές ή συμπτώματα. Μια μητέρα με έρπητα των γεννητικών οργάνων μπορεί να μολύνει το νεογέννητο γι’ αυτο κατά τη διάρκεια του τοκετού και πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλες προφυλάξεις.

  • Αντιμετώπιση

    Καθώς δεν υπάρχει θεραπεία για τον έρπητα των γεννητικών οργάνων, η θεραπευτική αντιμετώπιση αποσκοπεί στη μείωση του αριθμού των υποτροπών με χρήση κατασταλτικής θεραπείας και στην επαγωγή της ταχείας επούλωσης, όταν υπάρχει υποτροπή.

    Επιπροσθέτως, η θεραπεία αποσκοπεί στη μείωση της μολυσματικότητας περιορίζοντας την εξάπλωση του ιού, καθώς και στη μείωση των επιπλοκών, όπως η κατακράτηση ούρων και η άσηπτη μηνιγγίτιδα.

    Στο παρελθόν χρησιμοποιούνταν η ακυκλοβίρη, τόσο από του στόματος όσο και τοπική χρήση, ως θεραπεία πρώτης γραμμής για την αντιμετώπιση των υποτροπών. Δεδομένης της χαμηλής βιοδιαθεσιμότητας της ακυκλοβίρης οι δόσεις πρέπει να χορηγούνται συχνά. Η τυπική δοσολογία της από του στόματος χορηγούμενης ακυκλοβίρης για υποτροπή είναι 200mg πέντε φορές ημερησίως για 5 ημέρες. Επίσης έχουν βρεθεί και άλλα αποτελεσματικά δοσολογικά σχήματα, συμπεριλαμβανομένων των 400mg τρεις φορές ημερησίως για 5 ημέρες, 800mg τρεις φορές ημερησίως για 2 ημέρες και 800mg δύο φορές ημερησίως για 5 ημέρες

    Η συχνή χορήγηση δόσης της ακυκλοβίρης οδήγησε στην ανάπτυξη της βαλακυκλοβίρης και της φαμσικλοβίρης (τα προφάρμακα της ακυκλοβίρης και πενσικλοβίρης, αντίστοιχα) ως εναλλακτικές θεραπείες με βελτιωμένη βιοδιαθεσιμότητα.

    Η χρήση τοπικής ακυκλοβίρης δεν πρέπει να ενδείκνυται καθώς είναι λιγότερο αποτελεσματική σε σχέση με την από του στόματος ακυκλοβίρη.

    Έχει αποδειχτεί ότι η βαλακυκλοβίρη είναι αποτελεσματική σε δόσεις των 500mg δύο φορές ημερησίως για 3 ημέρες ή 1000mg μία φορά ημερησίως για 5 ημέρες. Για την από του στόματος βαλακυκλοβίρη έχει μελετηθεί, επίσης, το δοσολογικό σχήμα 2000mg δύο φορές ημερησίως για 1 ημέρα, το οποίο έχει αποδειχτεί ότι είναι πιο βολικό. Ωστόσο απαιτούνται περαιτέρω συγκριτικές ερευνητικές μελέτες.

    Η φαμσικλοβίρη είναι αποτελεσματική όταν χορηγείται σε δόση των 1000 mg δύο φορές ημερησίως για 1 ημέρα. Επίσης μπορεί να χορηγηθεί σε δόση των 125mg δύο φορές ημερησίως για 5 ημέρες.

    Η ακυκλοβίρη, η βαλακυκλοβίρη και η φαμσικλοβίρη μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ως κατασταλτική θεραπεία.

    Στα ανοσοκατασταλμένα άτομα υπάρχουν πιο συχνές υποτροπές και μπορεί να αναπτύξουν πιο σοβαρές βλάβες, ενώ απαιτείται μεγαλύτερη περίοδος θεραπείας με υψηλότερες δόσεις από εκείνες που χρησιμοποιούνται σε ανοσοεπαρκή άτομα. Για τα σοβαρά περιστατικά ενδεχομένως να απαιτείται ενδοφλέβια θεραπεία. Σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών έχουν χρησιμοποιηθεί κατασταλτικά δοσολογικά σχήματα. Η μακροχρόνια θεραπεία μπορεί να οδηγήσει στην επιλογή των ανθεκτικών στελεχών του ιού. Σε περίπτωση ανθεκτικότητας στην ακυκλοβίρη μπορεί να απαιτείται ενδοφλέβια θεραπεία με φοσκαρνέτη.

    Μια άλλη σημαντική πτυχή ως προς την αντιμετώπιση του έρπητα των γεννητικών οργάνων είναι το ψυχοκοινωνικό αντίκτυπο. Η υποτροπιάζουσα φύση του έρπητα των γεννητικών οργάνων μπορεί να έχει σημαντικές συναισθηματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις για τους ασθενείς. Η συμβουλευτική ψυχολογική υποστήριξη μπορεί να τους βοηθήσει ως προς την αντιμετώπιση της μόλυνσης και την πρόληψη της σεξουαλικής και περιγεννητικής μετάδοσης. Ο γιατρός μπορεί να βοηθήσει σημαντικά τους ασθενείς για την καλύτερη διαχείριση της νόσου, ενημερώνοντάς τους σχετικά με την εξέλιξή της.

Ενδιαφέρομαι για περισσότερες πληροφορίες

About: Έρπης γεννητικών οργάνων (HSV)

[recaptcha]